Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



εἴπω, νὰ


Ερμηνεία:

 [ά πρόσωπο  αορίστου υποτακτικής του ρ. λέγω] [(Όμηρος) λέγω (αφηγούμαι, διηγούμαι, περιγράφω, διαλέγομαι, συνδιαλέγομαι, συνολιμώ για κάποιο πράγμα) <λέω



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ... ἐπάνω εἰς τὸ Κοκκινέλι, μοῦ ἦλθε νὰ εἴπω εἰς τὸν καπετὰν Κωνσταντήν:.[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: